- περιουσιακός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιουσία (α. «περιουσιακά στοιχεία» β. «περιουσιακές διαφορές»)2. φρ. α) «Περιουσιακό Δίκαιο» — σύνολο νομικών διατάξεων οι οποίες ιδρύουν, αλλοιώνουν ή καταργούν δικαιώματα αποτιμητά σε χρήμαβ) «περιουσιακά δικαιώματα» — τα σύμφωνα με τους νόμους δικαιώματα ενός προσώπου σε ορισμένα αγαθά.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιουσία + κατάλ. -ακός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.